ῥομφαίαν

ῥομφαίαν
ῥομφαίᾱν , ῥομφαία
large
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρομφαία — η / ῥομφαία, ΝΜΑ 1. σπαθί, ξίφος (α. «απάνου εις την ρομφαία βάνει το χέρι», Σολωμ. β. «καὶ ἔδραμε Δαυΐδ... καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῡ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν», ΠΔ) 2. η πύρινη σπάθα τών αρχαγγέλλων (α. «και άγγελος τους οδηγεί... τού λάμπει /… …   Dictionary of Greek

  • Historia de Susana — Susana y los viejos por Artemisia Gentileschi. La Historia de Susana, y la Historia de Bel y el Dragón, pueden ser definidas como dos breves cuerpos de texto independientes comúnmente asociados al Libro de Daniel. Así es como estos textos… …   Wikipedia Español

  • BELISARIUS — Iustiniani Imperatoris Dux, Graecus; Persas sub Mithridate Rege in Oriente vicit, Vandalos in Africa, ductô in triumpho Gilismere, sicque Africam a 170. an. ab Imperio revulsam, ei iterum adiunxit. Gotthos in Italia, captô Vitige Rege eôque cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… …   Dictionary of Greek

  • ακονώ — ( άω) (Α ἀκονῶ) 1. ακονίζω, τροχίζω 2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτω φρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόνη. ΠΑΡ. ακονητής αρχ. ἀκόνησις μσν. νεοελλ. ακονίζω νεοελλ. ακόνημα] …   Dictionary of Greek

  • χερουβίμ — και χερουβείμ, τα, ΝΜΑ, και χερουβίν ΜΑ ανώτατη τάξη ουράνιων, αγγελικών όντων, κοντά στον θρόνο τού θεού, για να τόν υμνούν και να καλύπτουν την δόξα του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ τοῡ θρόνου δόξης τῶν χερουβίμ ἐπαναπαυόμενος», Ακολ. Όρθρ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοδιάβατος — ον, Μ αυτός που διαπερνά την ψυχή («ῥομφαίαν ψυχοδιάβατον», Τιμοθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + διαβατός (< διαβαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • Τσοπανάκος — (1789 – 1825). Όνομα με το οποίο έγινε γνωστός ο ποιητής του Αγώνα Παναγιώτης Κάλλας. Καταγόταν από τη Δημητσάνα, φοίτησε στην περίφημη σχολή της ιδιαίτερής του πατρίδας, εξαιτίας όμως της ασθενικής του κράσης αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές… …   Dictionary of Greek

  • ՍՈՒՍԵՐԱՁԻԳ — ( ) NBH 2 0732 Chronological Sequence: Early classical ա. σπωμένος, ἑσπασμένος, οἶλκων ῤομφαίαν trahens gladium. որ եւ ՍՈՒՍԵՐԱՄԵՐԿ. Որ ձգէ զսուսեր. քարշօղ զսուր. մերկացօղ ʼի պատենից. թուր քաշօղ. ... *Ամենեքեան նոքա սուսերաձիգք: Առ ընդ իւր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍՈՒՍԵՐԱՄԵՐԿ — (ի, աց.) NBH 2 0732 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 13c ա. σπωμένος ῤομφαίαν trahens gladium. Որ մերկեալ ունի կամ մերկէ զսուրն ʼի պատենից. սուսերաձիգ. թուր քաշօղ. ... *Չորեքհարիւր հազար արանց սուսերամերկաց: Քսան եւ հինգ հազար արանց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”